οικοσημολογικός

οικοσημολογικός
-ή, -ό [οικοσημολογία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οοκοσημολογία
2. φρ. «οικοσημολογική μελέτη» — η οικοσημολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”